Η γειτονιά της λαϊκής
Το ρολόι δείχνει 5:30 τα ξημερώματα και η κυρία Γεωργία ξυπνάει από το πόδι της, την ταλαιπωρεί χρόνια πια. Συνηθισμένη στην ενόχληση αυτή και με ένα καλάμι στο χέρι αντί για μαγκούρα, ετοιμάζεται να πουλήσει την πραμάτια της στην λαϊκή. Σύντομα, ένα ταλαιπωρημένο μαύρο αμάξι σταματάει στην αυλή. Ο μεγάλος της γιος Πέτρος, λίγο αργοπορημένος ως συνήθως, έρχεται να την βοηθήσει στο κουβάλημα, αλλά και να την πάει στην λαϊκή αγορά.
Στο απομακρυσμένο χωριό στο οποίο μεγάλωσε και ως το μικρότερο παιδί μιας εννιαμελούς οικογένειας, η κυρία Γεωργία είχε την αγροτική ζωή μονόδρομο. Σαν κοριτσάκι είχε μόνο ένα όνειρο: να πάει σχολείο. Το όνειρο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Έπρεπε να βοηθάει τους γονείς της φυλάγοντας τα πρόβατα. Έπαιρνε αποκόμματα από τις εφημερίδες, με τις οποίες τύλιγαν τα λιγοστά τους ψώνια και φαντάζονταν πως διαβάζει. Έμαθε τελικά γράμματα με την βοήθεια του πατέρα της. Τον λάτρευε πραγματικά. Ήταν 12 χρονών όταν τον έχασε από λάθος διάγνωση γιατρού μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα.
Ανακαλεί με νοσταλγία την εποχή που δούλευε ως νεαρή κοπέλα στους ορυζώνες χειμώνα-καλοκαίρι με το νερό να φτάνει μέχρι την κοιλιά και όλο της το σώμα μουλιασμένο. Είχε όμως φίλες που μαζί έκαναν τόσες σκανταλιές και τίποτε άλλο δεν είχε σημασία.
Όταν παντρεύτηκε έπρεπε να ωριμάσει. Με έναν σύζυγο που ήταν παρών, αλλά ταυτόχρονα απών πήρε τα ηνία της οικογένειας στα χέρια της, ώστε να μπορέσει να συντηρήσει τα τρία παιδιά της.
Πριν ξεκινήσει η λαϊκή αγορά στην περιοχή της, στις αρχές της δεκαετίας του 80, οι αγρότες πουλούσαν τα προϊόντα τους στον μανάβη ή πραγματοποιούσαν γύρες στις γειτονιές χτυπώντας τις πόρτες. Καμιά φορά οι ίδιες οι νοικοκυρές τους φώναζαν στο σπίτι. Η κυρία Γεωργία ήταν μία από αυτούς και θυμάται με ένα χαμόγελο τις σκληρές διαπραγματεύσεις με τις νοικοκυρές για το αν είχε γεμίσει σε ικανοποιητικό βαθμό το καλάθι ή όχι. Τότε ζυγαριές δεν υπήρχαν, μονάχα συμφωνίες και εμπιστοσύνη. Θυμάται χαρακτηριστικά τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες που πραγματοποιούσαν ζόρικα παζάρια. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των αγροτών, όμως για την κυρία Γεωργία ήταν μια πρόκληση και διασκέδαζε με την όλη διαδικασία.
Φτάνοντας στον προορισμό τους η κυρία Γεωργία και ο Πέτρος ξεφορτώνουν τα πράγματα. Ο Πέτρος συνέχισε για την δουλειά του. Η κυρία Γεωργία σε απρόβλεπτη σβελτάδα για τα 82 της χρόνια στήνει τον πάγκο της μέσα σε 10 λεπτά. Αυτή την εποχή έχει μαρούλια, πράσα, άνηθο και κρεμμύδια.
Οι περισσότεροι από τους γείτονες της είναι και αυτοί έτοιμοι να uποδεκτούν τους πρώτους πελάτες της ημέρας. Ο «ερωτευμένος» Μανώλης την χαιρετάει από την άλλη άκρη. Η κυρία Γεωργία του έχει αδυναμία. Ο Μανώλης είναι ένας 40χρονος άντρας ψηλός, ξανθός με φρικτή αυτοπεποίθηση. Το τικ και το κεκέδισμα του τον έχουν οδηγήσει σε πολλές αποτυχημένες προσπάθειες προσέγγισης του αντιθέτου φύλου. Αυτό δεν τον εμποδίζει όμως από το να ερωτεύεται. Σε αυτές τις περιπτώσεις βρίσκει στήριγμα στην κυρία Γεωργία για να τον προξενέψει και αυτή κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να μπορέσει ο Μανώλης να βρεθεί με την γυναίκα των ονείρων του.
Ο Μανώλης πηγαίνει βιαστικά στον πάγκο της κυρίας Γεωργίας για να της πει τα νέα του. Τα έφτιαξε με την Μαρία “την πιο ωραία γυναίκα που υπάρχει στον κόσμο” από την γειτονική πόλη. Στην χαρμόσυνη συζήτηση συμμετέχουν και η Δήμητρα με τον Αντώνη, ένα ζευγάρι γύρω στα 60, για να συγχαρούν τον Μανώλη.
Η κυρία Γεωργία θαυμάζει την Δήμητρα, μια δυναμική γυναίκα που κατάφερε να γλυτώσει τον άντρα της και την περιουσία τους από τον τζόγο.
Εκείνη την ώρα φτάνει η Κατερίνα βαθιά στα πενήντα της απόμακρη από όλους. Η κυρία Γεωργία γνωρίζει γιατί όμως και δεν κακιώνει. Ο πατέρας της είχε συχνούς και έντονους καυγάδες με την μητέρα της, πότε έβγαζε τα νεύρα του πάνω στη μητέρα της, πότε σε εκείνη. Παρέλυσε και αυτή εμπρός στην κοινωνία. Παρ ‘όλα αυτά, δεν το βάζει κάτω και προσπαθεί, όπως όλοι τους, να πουλήσει τη μαναβική της με ένα χαμόγελο, βεβιασμένο μεν, αλλά αληθινό. Οι γείτονες της είναι υπομονετικοί απέναντι της και την ενθαρρύνουν να συμμετέχει και αυτή στη κουβέντα για τα καμώματα του Μανώλη.
Δίπλα στην κυρία Γεωργία υπάρχει ένας κενός χώρος, εκεί όπου ήταν κανονικά ο πάγκος της κυρίας Βασούλας. Η κυρία Βασούλα σταμάτησε να δουλεύει στην λαϊκή πριν κάποιες εβδομάδες λόγω ηλικίας. Όντας 85 χρονών αυτή και η κυρία Γεωργία ήταν οι γερόντισσες της λαϊκής. Έζησε και αυτή φτωχικά παιδικά χρόνια και έναν αποτυχημένο γάμο. Τις δύο γυναίκες τις ένωνε ένας ισχυρός δεσμός, κατανοώντας και στηρίζοντας η μία την άλλη όσο κανένας άλλος. Έκαναν μαζί τα μεγαλύτερα καλαμπούρια. Καλαμπούριζαν για να μην βάλουν τα κλάματα.
Κρατούν επαφή μέσω τηλεφώνου καθώς είναι δύσκολο να μπορέσουν να βρεθούν από κοντά.
Ίσως η απουσία της φίλης είναι ένας λόγος παραπάνω που η κυρία Γεωργία αποφάσισε επιτέλους να αφήσει την λαϊκή και να ξεκουραστεί. Αυτή είναι η τελευταία της φορά πίσω από τον πάγκο. Αν και η κυρία Γεωργία ποτέ δεν ξεκουράζεται. Είναι η φύση της τέτοια, πάντα να έχει κάτι να ασχολείται, αλλά και οι συνθήκες τις ζωής της είναι τέτοιες που δεν την αφήνουν να έχει την πολυτέλεια της ανάπαυσης. Ο σύζυγος της πάσχει από άνια, αλλά και όταν ήταν στα καλά του, η ανικατότητα του να προσφέρει στην οικογένεια του είναι αυτό που την οδήγησε στη δουλειά τόσα χρόνια. Είχε ανάγκη τα λεφτά για να μεγαλώσει τα παιδιά της και να τα σπουδάσει. Τώρα απόφοιτοι Πανεπιστημίων έχουν μεγαλώσει και έχουν κάνει την δική τους οικογένεια. Αλλά και πάλι, θέλει να φροντίζει τον σύζυγο της, να στηρίζει τα παιδιά της και τα εγγόνια της οικονομικά. Φοβάται πως σταματώντας την λαϊκή και χωρίς αυτό το λίγο παραπάνω εισόδημα δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα από όλα αυτά. Ωστόσο, όλα τα πράγματα πρέπει κάποια στιγμή να φτάσουν στο τέλος τους. Η ηλικία της δεν την βοηθάει πια για να δουλεύει στο χωράφι μέσα στο κρύο ή την ζέστη ή την βροχή.
Σαν χθες θυμάται την πρώτη της λαϊκή. Όταν έκανε τις γύρες της στις γειτονιές, γνώριζε ότι γίνονταν συζητήσεις για την υλοποίηση λαϊκής αγοράς μία με δύο φορές την εβδομάδα. Έτσι, είχε προνοήσει και προετοιμαζόταν από πριν για να συμμετέχει και η ίδια. Την πρώτη μέρα της λαϊκής η κυρία Γεωργία ήταν παρούσα.
Εκείνο το πρωί ενώ είχε ξυπνήσει με τον ήλιο να εποπτεύει, άρχισε να βρέχει. Ήταν από αυτές τις ανοιξιάτικες βροχές που έρχονται ξαφνικά. Η κυρία Γεωργία χωρίς να έχει κάποια τέντα για να προστατευτεί από τις σταγόνες έκανε την είσοδο της στην λαϊκή αγορά δοκιμαστικά, πουλώντας σύκα. Με τα ρούχα της να έχουν βαρύνει από το νερό έκανε τα αδύνατα δυνατά για να τα πουλήσει. Όσο σκληρά και αν προσπάθησε η πρώτη της εμπειρία με την λαϊκή ήταν απογοητευτική. Είχε πια μεσημεριάσει, η βροχή είχε σταματήσει και το καλάθι με τα σύκα ήταν ακόμα γεμάτο. Οι δύο της κόρες στην διαδρομή τους από το σχολείο πέρασαν από τον δρόμο της λαϊκής. Η κυρία Γεωργία αποφάσισε να γυρίσει μαζί τους, αναρωτώμενη αν τα παιδιά της ντρέπονται για το επάγγελμα της, καθώς ξέρει ότι αρκετοί από τους συμμαθητές τους είναι παιδιά γιατρών, δικηγόρων και επαγγελμάτων με μεγαλύτερο εισόδημα από αυτό του αγρότη.
Αποφάσισε να ξαναπάει στην λαϊκή. Είχε ακούσει να λένε ότι η λαϊκή προσφέρει μόνο φραγκοδίφραγκα. Παρά ταύτα, ήταν φραγκοδίφραγκα που χρειαζόταν. Στην πορεία, ο εμφανής ενθουσιασμός των ανθρώπων που συνέρρεαν προς την λαϊκή αγορά την ενθάρρυνε να συνεχίσει.
Γρήγορα, χάρη στην χαρισματική της προσωπικότητα, αλλά και των καλών της προϊόντων ο πάγκος της έγινε ένας από τους δημοφιλέστερους. Ουρές σχηματίζονταν και τίποτα δεν της έμενε πίσω. Γνώριζε τις ανάγκες του κάθε πελάτη και ήταν ειλικρινείς μαζί τους. Είχε την δυνατότητα μάλιστα να «επιλέγει» τους πελάτες της. Όσοι ήταν κατσούφιδες, μίζεροι και δεν ταίριαζαν στη φιλοσοφία της ζωής της, έβρισκε σιγά σιγά τρόπους να τους απομακρύνει. Καμιά φορά, κατάφερνε να τους φέρει πιο κοντά της, να γίνουν φίλοι και μέσω των συζητήσεων τους να αλλάξουν την στάση τους για την ζωή.
Η σημερινή κατάσταση είναι διαφορετική. Η λαϊκή δεν είναι πια γεμάτη. Δεν υπάρχουν ουρές. Έχει ανάγκη κάθε πελάτη. Ο κόσμος ό,τι έβρισκε στην λαϊκή το βρίσκει πλέον στα σουπερμάρκετ και προτιμά να προμηθεύεται από εκεί μιας και τους διευκολύνει. Πολλά από τα προϊόντα της μένουν απούλητα. Δίνει μερικά ως δώρο στους πελάτες της με την ελπίδα ότι θα ξαναέρθουν και για να τους ευχαριστήσει με το δικό της τρόπο.
Πολλές φορές αναρωτιέται για το μέλλον της λαϊκής. Δεν ανησυχεί για τον εαυτό της καθώς τα χρόνια της στον πάγκο έχουν πια τελειώσει. Προβληματίζεται για τον «ερωτευμένο» Μανώλη, την Δήμητρα, τον Αντώνη, την Κατερίνα και όλους όσους δίνουν ζωή στην λαϊκή αγορά.
Λέγεται ότι και το ίδιο το επάγγελμα του αγρότη διανύει μια δύσκολη εποχή. Το παρατηρεί και η κυρία Γεωργία. Τα νεότερα άτομα στην λαϊκή είναι άνω των 40. Γνωρίζει δύο νεαρά αγόρια που μαθαίνουν την δουλειά για να συνεχίσουν την επιχείρηση των γονιών τους, αλλά τα περισσότερα παιδιά ή βοηθούν που και που ή είναι επικεντρωμένα στις σπουδές τους. Ούτε βλέπει πια μικρές γυναίκες να εργάζονται ως αγρότισσες. Από την μία, την χαροποιεί το γεγονός ότι τα παιδιά και κυρίως οι γυναίκες μπορούν πλέον να επιλέξουν όποια επαγγελματική σταδιοδρομία επιθυμούν. Από την άλλη, βλέπει το επάγγελμα του αγρότη να παραμελείται και να υποτιμάται. Η υφή του χώματος στα χέρια της και η αίσθηση της καλλιέργειας της γης είναι για αυτήν σαν να παράγει ένα έργο τέχνης. Όσο και αν την ταλαιπωρεί όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά, η κυρία Γεωργία αγαπάει την δουλειά της. Δεν χάνει όμως την αισιοδοξία της. Όσο το παλεύουν οι αγρότες θα τα καταφέρουν. Αρκεί να έχουν μυαλό.
Η κουβέντα των γειτόνων σύντομα σταματάει καθώς φτάνουν πελάτες και όλοι επιστρέφουν στον πάγκο τους. Έρχεται και ο πρώτος πελάτης της ημέρας στην κυρία Γεωργία. Κοντοστέκεται αρκετή ώρα, αλλά στο τέλος δεν αγοράζει πολλά, μερικά κρεμμύδια μόνο. Η κυρία Γεωργία δεν προλαβαίνει να συνεχίσει τους συλλογισμούς της. Είναι ένα ακόμα στοιχείο που της αρέσει όταν δουλεύει στην λαϊκή. Πρέπει να είναι πάντα σε εγρήγορση και ότι την στεναχωρεί και την αποσχολεί εκείνο το χρονικό διάστημα για εκείνες τις ώρες μένει στο πίσω μέρος του μυαλού της. Άλλωστε, πρέπει να είναι ευδιάθετη. Κανείς δεν θέλει να ψωνίζει από κάποιον που είναι λυπημένος όλη την ώρα.
Μέχρι τις 12:00 ο κόσμος που έτσι και αλλιώς είναι ευάριθμος, αρχίζει να αραιώνει και η κυρία Γεωργία σιγά σιγά μαζεύει τα πράγματα της. Σήμερα, όπως και όλες τις άλλες φορές των τελευταίων χρόνων με την κρίση, δεν πούλησε όλα της τα προϊόντα. Η μικρότερη της κόρη Αγγελική έρχεται με το αυτοκίνητο της και την βοηθάει να μεταφέρουν ό,τι έχει απομείνει. Χαιρετάει τους γείτονες της και μπαίνει στο αυτοκίνητο.
Εκείνη είναι η στιγμή που η κυρία Γεωργία συνειδητοποιεί την πραγματικότητα. Αυτή είναι η τελευταία φορά που έπρεπε να μείνει ως αργά την προηγούμενη μέρα ώστε να έχει έτοιμα τα πράγματα της για την λαϊκή. Η τελευταία φορά που έπρεπε να σηκωθεί νωρίς ενώ το πόδι της την πονάει. Η τελευταία φορά που έπρεπε να στήσει τον πάγκο της και που έπρεπε να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της ώστε να πουλήσει τα προϊόντα της. Η τελευταία φορά που συζητούσε με τους γείτονες της για τους έρωτες του Μανώλη.
Οι γείτονες δεν ξέρουν ότι δεν θα ξαναπάει στην λαϊκή. Δεν γνωρίζει γιατί δεν τους το είπε. Ίσως επειδή δεν είναι ακόμα σίγουρη για το πως νιώθει για όλο αυτό.
Σίγουρα είναι ανακουφισμένη, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι του βίου της σταματάει. 38 χρόνια στην λαϊκή. Βέβαια, δεν είναι ακόμα έτοιμη να αφήσει την αγροτική ζωή. Θα συνεχίσει να πηγαίνει στο χωράφι και να καλλιεργεί για να έχει να δώσει στα παιδιά της και τα εγγόνια της, αλλά δεν θα είναι το ίδιο πια. Θα της λείψει νομίζει όλο αυτό.
Θυμάται ξαφνικά ότι ξέχασε το καλάμι της. Δεν θα πάει να το πάρει.
Το αυτοκίνητο ξεκινάει και η κυρία Γεωργία αφήνει πίσω της μία ολόκληρη ζωή. Oι γείτονες της μαζεύουν και αυτοί τους πάγκους τους και αποχωρούν. Σε λίγο, μόνο μερικά πεσμένα μαρούλια και πορτοκάλια θα φανερώνουν ότι πριν λίγες ώρες στον δρόμο αυτό έλαβε χώρα η λαϊκή αγορά. Εντός ολίγου, το σκουπιδιάρικο θα απομακρύνει τα στοιχεία αυτά, μέχρι την επόμενη φορά όπου η γειτονιά της λαϊκής θα βρεθεί ξανά, χωρίς την παρέα της κυρίας Γεωργίας.